ιωνικός

ιωνικός
(4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση.
* * *
-ή, -ὁ (Α ἰωνικός, -ή, -όν) [Ίωνες]
1. αυτός που αναφέρεται στην Ιωνία ή στους Ίωνες («ιωνική φυλή»)
2. φρ. α) «ιωνική διάλεκτος» — το γλωσσικό ιδίωμα τών Ιώνων
β) «ιωνικός ρυθμός» — αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην Ιωνία
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰωνικοί
οι Ίωνες
2. το ουδ. ως ουσ. τo Ἰωνικόν
είδος υποδήματος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰωνικά
ποιήματα σε ιωνικό μέτρο
4. αυτός που συμπεριφέρεται σαν Ίωνας, εκτεθηλυμμένος, θηλυπρεπής
5. φρ. α) «ἰωνικὸν μέτρον» — μέτρο που αποτελείται από εξάσημους πόδες οι οποίοι καλούνται ιωνικοί
β) «ἰωνικὸς πούς» — εξάσημος ιαμβικός πους
γ) «ἰωνικὸν ἔθος» — η ιωνική διάλεκτος.
επίρρ...
ιωνικά (Α ἰωνικῶς)
κατά τον ιωνικό τρόπο
αρχ.
1. κατά την ιωνική μόδα, δηλ. κατά μαλθακό, εκτεθηλυμμένο τρόπο
2. κατά το ιωνικό ύφος
3. κατά την ιωνική διάλεκτο, ιωνιστί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰωνικός — Ionic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ίωνες και στην Ιωνία: Ιωνική επανάσταση. – Ιωνικός ρυθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… …   Dictionary of Greek

  • Ἰωνικά — Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc pl Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc/acc dual Ἰωνικά̱ , Ἰωνικός Ionic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικώτερον — Ἰωνικός Ionic adverbial comp Ἰωνικός Ionic masc acc comp sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικῶν — Ἰωνικός Ionic fem gen pl Ἰωνικός Ionic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικόν — Ἰωνικός Ionic masc acc sg Ἰωνικός Ionic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικαῖς — Ἰωνικός Ionic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικαί — Ἰωνικός Ionic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰωνικοῖς — Ἰωνικός Ionic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”